ξεφύσημα

ξεφύσημα
τό
1) выпускание, пропускание воздуха (газа и т. п.);

ξεφύσημα τής ατμομηχανής — выпускание пара (паровозом);

2) пыхтение, одышка;
3) физиол, выпускание газов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεφύσημα" в других словарях:

  • ξεφύσημα — το, ατος 1. ορμητική έξοδος αέρα: Το ξεφύσημα της μηχανής. 2. λαχάνιασμα, κοντανάσασμα: Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και τον έπιασε ξεφύσημα. 3. έξοδος αέρα από το έντερο, αλλ. πορδή. 4. βαθύς αναστεναγμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεφύσημα — το [ξεφυσώ] 1. ορμητική έξοδος αέρα από το στόμα ή από το στόμιο ενός αντικειμένου («το ξεφύσημα τής ατμομηχανής») 2. δυσκολία στην αναπνοή μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχητό, λαχάνιασμα 3. βαθύς αναστεναγμός 4. (κατ ευφημ.) πορδή …   Dictionary of Greek

  • εκφύσηση — η (Α ἐκφύσησις) η ενέργεια τού εκφυσώ, ξεφύσημα …   Dictionary of Greek

  • μουθουνητό — και μουσουνητό, το 1. η ενέργεια τού μουθουνίζω, το ξεφύσημα τών ρουθουνιών με κλειστό το στόμα, ρουθούνισμα 2. η ομιλία με τη μύτη, με έρρινη ομιλία, ρινοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουθουνίζω / μουσουνίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»